- όλλυμι
- ὄλλυμι και ὀλλύω (Α)1. αφανίζω, καταστρέφω2. φονεύω, σκοτώνω («νῆας τ' ὀλέσας καὶ πάντας Ἀχαιούς», Ομ. Ιλ.)3. παύω να έχω κάτι, χάνω («πόνον ὀρταλίχων ὀλέσαντες», Αισχύλ.)4. απαλλάσσω από κάποιο κακό («νῆστιν ὤλεσεν νόσον», Αισχύλ.)5. μέσ. ὄλλυμαια) (για πρόσ.) πεθαίνω, ιδίως από βίαιο θάνατο («ὡς Ἀγαμέμνων ὤλεθ' ὑπ' Αἰγίσθοιο δόλῳ», Ομ. Οδ.)β) καταστρέφομαι, αφανίζομαι6. (ο παρακμ. β') ὄλωλαα) καταστράφηκα, χάθηκαβ) βρίσκομαι σε κατάσταση καταστροφής, αφανίζομαι7. (η ευκτ. ως κατάρα) ὄλοιο, ὄλοισθενα χαθείς, να χαθείτε.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το σύστημα τού ρήματος ὄλλυμι εμφανίζει δύο εναλλακτικά θέματα: ὀλ- (πρβλ. ὄλλυμι < ὄλ-νυμι με αφομοίωση) και ὀλε- (πρβλ. ὤλε-σα, ὄλε-θρος, ὀλοός*). Αυτή η δυσερμήνευτη εναλλαγή ὀλ/ ὀλε- παρατηρείται και στο ρ. στόρνυμι* (πρβλ. στόρ-νυμι: στορέσαι). Ο αόρ. ὠλόμην θα μπορούσε να έχει προέλθει κι αυτός από θ. ολε- (*ωλέμᾱν) με αθέματη μορφή. Το ρ. ὄλλυμι δεν έχει συγγενικούς τ. σε άλλες γλώσσες, ενώ η σύνδεση του με λατ. aboleo, deleo δεν γίνεται αποδεκτή (βλ. και λ. ούλος III)].
Dictionary of Greek. 2013.